- ψυχωφελής
- ψυχωφελήςprofiting the soulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψυχωφελής — ές, ΝΜΑ ωφέλιμος για την ψυχή («ψυχωφελῆ διδάγματα», Κύρ.). επίρρ... ψυχωφελώς / ψυχοφελῶς, ΝΜ κατά τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ωφελής (< ὄφελος, πρβλ. κοιν ωφελής, με έκταση λόγω συνθέσεως)] … Dictionary of Greek
ψυχωφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που ωφελεί την ψυχή, ο ψυχοσωτήριος: Διαβάζει ψυχωφελή βιβλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλφάβητος κατανυκτικός και ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου — Ποίημα 120 δεκαπεντασύλλαβων στίχων θρησκευτικού περιεχομένου. Οι στίχοι του είναι άλλοτε ομοιοκατάληκτοι και άλλοτε όχι, και διαιρούνται σε 24 πεντάστιχες στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα. Το ποίημα αυτό, έργο άγνωστου λογίου της μεταβυζαντινής … Dictionary of Greek
ψυχωφελῆ — ψυχωφελής profiting the soul neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψυχωφελής profiting the soul masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ψυχωφελής profiting the soul masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχωφελέστερον — ψυχωφελής profiting the soul adverbial comp ψυχωφελής profiting the soul masc acc comp sg ψυχωφελής profiting the soul neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχωφελεῖ — ψυχωφελής profiting the soul masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ψυχωφελής profiting the soul masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχωφελεῖς — ψυχωφελής profiting the soul masc/fem acc pl ψυχωφελής profiting the soul masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχωφελές — ψυχωφελής profiting the soul masc/fem voc sg ψυχωφελής profiting the soul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχωφελέστατον — ψυχωφελής profiting the soul masc acc superl sg ψυχωφελής profiting the soul neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχωφελοῦς — ψυχωφελής profiting the soul masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)